θρασυχάρμης

θρασυχάρμης
θρᾰσυ-χάρμης, ου, ,
A bold in fight, Q.S.4.502.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θρασυχάρμης — θρασυχάρμης, ὁ (Α) τολμηρός στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + χάρμης (< χάρμα < χαίρω), πρβλ. ιππο χάρμης, σιδηρο χάρμης] …   Dictionary of Greek

  • θρασυχάρμης — bold in fight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”